διαθήκη — disposition fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκῃ — διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
Καινή Διαθήκη — Βλ. λ.Διαθήκη … Dictionary of Greek
Παλαιά Διαθήκη — Bλ. λ. Διαθήκη και Αγία Γραφή … Dictionary of Greek
Καινή Διαθήκη — η το ιερό βιβλίο των χριστιανών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαθήκηι — διαθήκῃ , διαθήκη disposition fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθηκῶν — διαθήκη disposition fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθῆκαι — διαθήκη disposition fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθήκαιν — διαθήκη disposition fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)